Ἡ «Παλαιά Μονή» ἱδρύθυκε περί τό ἔτος 1550 μ.Χ. ἀπό τόν Ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Δαμιανό, τοπικό ἅγιο καί προστάτη τῆς Θεσσαλίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε στίς 14 Φεβρουαρίου 1568 δι’ ἀπαγχονισμοῦ καί πυρός στήν πόλη τῆς Λαρίσης.

Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος Δαμιανός ἐγκαταστάθηκε σάν ἀσκητής στό ὄρος Κίσσαβος, συνάχθηκαν γύρω του κάποιοι μοναχοί γιά τούς ὁποίους ἔκτισε τό Μοναστῆρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀξιοποιῶντας καί παλαιότερα κτίστματα τοῦ 10ου αἰῶνος, ἀνήκοντα στό γνωστό «Ὄρος τῶν Κελλίων». Ἡ Μονή, κατά τά παραδοσιακά πρότυπα ἀναπτύσσεται γύρω ἀπό τό Καθολικό, τό ἀφιερωμένο στόν Τίμιο Πρόδρομο. Ὁ Ναός εἶναι μία ἁπλῆ βασιλική μέ δίρριχτη στέγη καί τό ἐσωτερικό του κοσμεῖται μέ ἀξιόλογες καί πρωτότυπες νωπογραφίες. Περιμετρικά τοῦ Ναοῦ βρίσκονταν τά κελλιά τῶν μοναχῶν, τά ἐργαστήρια καί οἱ βοηθητικοί χῶροι, χῶρος ὑποδοχῆς τῶν προσκυνητῶν καθώς καί ἕνα παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Ἡ μοναστική κοινότητα ἦταν εὐάριθμος καί ἐκλεκτή καί μέχρι τόν 19ο αἰῶνα ἐθεωρεῖτο ὡς μία ἀπό τίς πιό ἀξιόλογες τῆς Ἀνατολικῆς Θεσσαλίας.

Τό 1889 μέ τήν ἔκδοση νόμου περί διαλύσεως τῶν Μονῶν τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικράτειας διαλύθηκε καί αὐτή ὅπως πολλές ἄλλες. Στήν συνέχεια, γιά 70 περίπου χρόνια ἡ φροντίδα τῶν μοναστικῶν οἰκημάτων περιῆλθε στήν κοινότητα τῆς Ἀνατολῆς, στούς κατοίκους καί ἱερεῖς αὐτῆς.

Κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου τά κτήρια ὑπέστησαν πλεῖστες ὅσες καταστροφές καί στή συνέχεια ἐρημώθηκαν παντελῶς. Οἱ ἀκραῖες καιρικές συνθῆκες (δυνατοί ἄνεμοι, βροχοπτώσεις καί χιονοπτώσεις) σέ συνδυασμό μέ τήν ἐγκατάλειψη συνέτειναν στήν καταστροφή ἑνός μεγάλου τμήματος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.


Ἐσωτερικοί καί ἐξωτερικοί χῶροι

Ἐξωτερικοί χῶροι

Ὀστεοφυλάκιο